προανάκρουσμα

προανάκρουσμα
το, Ν
1. μικρό μουσικό τεμάχιο που παίζεται ως εισαγωγή σε εκτενέστερη σύνθεση, πρελούδιο
2. μτφ. ενέργεια που προετοιμάζει άλλη σπουδαιότερη κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προανακρούω. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Στ. Α. Κουμανούδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προανάκρουσμα — το, ατος 1. εισαγωγικό μουσικό κομμάτι, προοίμιο, πρελούντιο. 2. μτφ., πράξη ή ενέργεια προκαταρκτική για άλλη σπουδαιότερη: Αυτές οι ανατιμήσεις των ειδών είναι προανάκρουσμα γενικότερης ανόδου του τιμάριθμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προαναβάλλομαι — Α λέγω ή άδω σε προανάκρουσμα ή ως προανάκρουσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναβάλλομαι «αρχίζω μέλος»] …   Dictionary of Greek

  • προανακρούω — ΝΑ [ἀνακρούω] μέσ. προανακρούομαι εκτελώ προανάκρουσμα αρχ. 1. απομακρύνω κάποιον ή κάτι από πριν ή πρώτος 2. εισάγω κάτι σαν προανάκρουσμα 3. (για δάσκαλο μουσικής) παίζω μουσικό τεμάχιο ως παράδειγμα 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἀναχαιτίζω» …   Dictionary of Greek

  • ανάκρουση — η (Α ἀνάκρουσις) [ἀνακρούω] μετακίνηση προς τα πίσω κατόπιν ωθήσεως, οπισθοδρόμηση, απώθηση νεοελλ. εκτέλεση μουσικού κομματιού από ορχήστρα αρχ. 1. αντίδραση στην αποθάρρυνση 2. (ως μουσ. όρος) αρχή μέλους, προοίμιο, προανάκρουσμα 3. (μετρ.)… …   Dictionary of Greek

  • απάρχομαι — ἀπάρχομαι (AM) 1. θυσιάζω πρώτος, κάνω την αρχή της θυσίας 2. προσφέρω, αφιερώνω 3. αρχίζω, κάνω την αρχή αρχ. 1. κόβω μέλος ή μέρος από κάτι 2. προσφέρω απαρχές 3. διαλέγω ή προσφέρω ό,τι καλύτερο υπάρχει 4. κάνω προανάκρουσμα με μουσικό όργανο… …   Dictionary of Greek

  • διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • εισαγωγή — Πράξη με την οποία ένα εμπόρευμα εισάγεται από χώρα του εξωτερικού στην εσωτερική αγορά. Στην εθνική λογιστική ονομάζονται ε. και οι ολικές ποσότητες εμπορευμάτων, οι οποίες σε μια ορισμένη περίοδο έχουν εισαχθεί από το εξωτερικό. Οι ε.… …   Dictionary of Greek

  • ενδόσιμο — το (AM ἐνδόσιμος, ον) Ι. το ουδ. ως ουσ. το ενδόσιμο (AM ἐνδόσιμον) αυτό που δίνει εύλογη αφορμή για κάποια σκέψη ή ενέργεια αρχ. μσν. προανάκρουσμα, εισαγωγή ύμνου ή ψαλμού αρχ. προοίμιο ρητορικού λόγου ΙΙ. επίθ. ἐνδόσιμος, ον ενδοτικός,… …   Dictionary of Greek

  • ναυπλιακός — ή, ό [Ναύπλιο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Ναύπλιο ή στους κατοίκους τού Ναυπλίου 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Ναυπλιακά (ιστ.) αντιδυναστική κίνηση τής φρουράς και τών κατοίκων τού Ναυπλίου η οποία εκδηλώθηκε την 1η Φεβρουαρίου 1862… …   Dictionary of Greek

  • πρελούδιο — Μουσική μορφή που σημαίνει γενικά την ενόργανη εισαγωγή μιας σύνθεσης αλλά μπορεί να είναι και αυτόνομη σύνθεση. Ως ιδιαίτερη μορφή, το π. έχει αρχαία προέλευση (οι Έλληνες, για παράδειγμα, είχαν π. για κιθάρα)· στους νεότερους χρόνους (από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”